- προμνώμαι
- -άομαι, Α1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.)2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου προσιών», Ξεν.)5. (το θηλ. τής μτχ. αορ. ως ουσ.) ἡ προμησαμένηη προμνήστρια*6. φρ. «προμνᾱταί τί μοι γνώμα» — ο νους μου μέ παρακινεί να ελπίζω, (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μνῶμαι «ενθυμοῡμαι, φροντίζω, επιδιώκω, μνηστεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.